- κεφάλαιος
- κεφάλαιος, -αία, -ον (Α) [κεφαλή]1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην κεφαλή2. μτφ. αυτός που κατέχει την πρώτη θέση, κύριος, σημαντικός, κεφαλαιώδης.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κεφαλαίος — α, ο (Α κεφαλαῑος, αία, ον) [κεφαλή] νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το κεφαλαίο καθένα από τα μεγάλα γράμματα τής αλφαβήτου με το οποία γράφονται τα αρχικά τών κύριων ονομάτων και τών περιόδων τού λόγου αρχ. κεφάλαιος* … Dictionary of Greek
κεφαλαίος — α, ο 1. πρώτος, κύριος. 2. το ουδ. κεφαλαίο ως ουσ., σημαίνει το κεφαλαίο, το μεγάλο γράμμα του αλφαβήτου: Τα γραψε με κεφαλαία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κεφαλαιότατον — κεφάλαιος of the head masc acc superl sg κεφάλαιος of the head neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κεφαλαίων — κεφάλαιος of the head fem gen pl κεφάλαιος of the head masc/neut gen pl κεφαλαιόω bring under heads imperf ind act 3rd pl (doric aeolic) κεφαλαιόω bring under heads imperf ind act 1st sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κεφαλαίως — κεφάλαιος of the head adverbial κεφάλαιος of the head masc acc pl (doric) κεφαλαιόω bring under heads imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κεφάλαιον — κεφάλαιος of the head masc acc sg κεφάλαιος of the head neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κεφαλαίαις — κεφάλαιος of the head fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κεφαλαίη — κεφάλαιος of the head fem nom/voc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κεφαλαίην — κεφάλαιος of the head fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κεφαλαίης — κεφάλαιος of the head fem gen sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)